Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα, παρακάλεσα.
"Καλησπέρα, είμαι η κυρία Τάδε και ..."
Νομίζω ότι έχω κάπως καλούτσικους τρόπους, μια καλημέρα θα σου την ανταποδώσω, αναδεύει όμως μερικές φορές μέσα μου μια μάζα απ' ότι ξινό έχω φάει στη ζωή μου, προσπαθεί να αναβλύσει και να χαλάσει την εικόνα του ευγενούτσικου κυρίου που με κόπους ενίοτε αποκαθιστώ.
Αυτή τη φορά τη ζούληξα πίσω με τρόπο και συμπεριφέρθηκα όσο πολιτισμένα οφείλει κανείς να αντιμετωπίσει έναν πολύπαθο εργαζόμενο που πουλά φως-νερο-τηλεφωνο-τσεκαπ-αδυνάτισμα διά τηλεφώνου, έστω και ενοχλώντας κατά συρροή. Στο κάτω κάτω η κυρία Τάδε δεν ήθελε παρά να μου κάνει μια ασυναγώνιστη προσφορά, θα ήμουν αγνώμων να μην αναγνωρίσω τις καλές της προθέσεις. Με το που έκλεισα το τηλέφωνο δηλώνοντας ψευδώς αλλ' ανερυθριάστως ότι είμαι στέλεχος ανταγωνιστικής εταιρείας, η ξινή μάζα μού ζήτησε το λόγο. Δε γίνεται ρε μάστορα, μου λέει, να μ' έχεις μονίμως κλεισμένη στις πεπτικές σου οδούς, αν ντρέπεσαι για μένα να μου το πεις. Από πίσω σιγοντάρισε και η μάζα των πικρών αποθέσεων. Τόσα γλυκά έχω φάει στη ζωή μου, γλυκιά μάζα δεν απέκτησα ποτέ. Πικρά και ξινά έχουν κάνει κατάληψη και μοιράζονται τα εσωτερικά μου ενδιαιτήματα.
'Ολα για όλα, δεν ντρέπομαι για τον εσωτερικό μου κόσμο. Είπα να ικανοποιήσω το δίκαιο αίτημά της για ξεμύτισμα και την άφησα να εκφραστεί ελεύθερα.
-Καλησπέρα (στις 12:05)
Πότε είναι ακριβώς η tea time των Άγγλων βρε παιδιά; Είχα την εντύπωση ότι είναι στις 6 ακριβώς, αλλά αυτοί πίνουν τσάι όλη μέρα, άλλοτε σκέτο άλλοτε στο πλαίσιο μικρογευμάτων. Μάλλον δεν φτιάχνουν το τσάι με το ρολόι, αν και θεωρούνται εξόχως ακριβολόγοι. Πράγμα που δικαιολογείται αν σκεφτείς ότι κάθε τόσο δονείται το Λονδίνο και τα περίχωρα από τις καμπάνες του Μπιγκ Μπεν. Χτυπά 12 το μεσημέρι, έρχεται η lunchtime οπότε είναι ώρα να σχολάσουν τα goodmorning και ν' αρχίσουν τα goodafternoon. Κι όταν χτυπήσει έξι τ' απόγευμα και πλησιάζει η dinnertime πιάνουν τα goodevening.
Σε αντίθεση με τους Άγγλους, εμείς και οι Γάλλοι στερούμαστε το goodafternoun, το Μπιγκ Μπεν και την tea time. Μας μένει μια καλημέρα και μια καλησπέρα για να τη βγάλουμε πριν καληνυχτίσουμε. Όμως οι Γάλλοι, καθότι ξιπασμένοι όσο οι Άγγλοι, εφηύραν εγκαίρως το σαβουάρ βιβρ για να μην τους μισοκοιτάνε οι υψικάπελοι τζέντλεμεν μέσα απ' το μονόκλ τους. Βελανίδια δεν ξέρω αν τρώγανε, πάντως οι άνθρωποι λένε bonjour μέχρι ν' αρχίσει να σουρουπώνει και πιάσουν τα bonsoir. Εμείς πάλι, ως παπαγάλοι της δύσης κρατήσαμε ό,τι φανταχτερό, ό,τι πάει ασορτί με τις εθνικές μας νευρώσεις και με το που χτυπά δώδεκα και ένα τα μεσάνυχτα ξεκινάμε τις καλημέρες, και στις δώδεκα και ένα το μεσημέρι τις καλησπέρες. Τι σκατά έχει πάθει τούτος ο λαός, σα να έδωσε ένα σάλτο από την κλασσική αρχαιότητα και να προσγειώθηκε μεμιάς στην Τάιμς Σκουέρ. Όλα τα ενδιάμεσα τσιμπολογήθηκαν επιλεκτικά, όπως το πιτσιρίκι ανακατεύει τη γαβάθα της σαλάτας για να φάει μόνο τα τοματίνια.
Αν είχα τον τρόπο να διαδώσω ότι οι αρχαίοι έκραζαν "έρρωσθε" όταν τα ρολόγια τους σημάδευαν τις έξι το απόγευμα θα ήταν πολύ διασκεδαστικό.
-Είμαι ο κύριος Τάδε
Όταν απευθύνεται κανείς σ' έναν άντρα με τον οποίο δεν έχει οικειότητα τον αποκαλεί "κύριο". Αν δε απευθύνεται σε μία γυναίκα την αποκαλεί "κυρία", αλλά με τις γυναίκες ποτέ δεν είναι απλά τα πράγματα. Κάποτε, ας πούμε, επιτρεπόταν ν' απευθυνόμαστε σε μια νεαρή κοπέλα με την προσφώνηση "δεσποινίς". Επειδή όμως ακολουθούμε πιστά τις ευρωπαϊκές τάσεις, ιδίως όταν αυτές αφορούν φιοριτούρες και γιρλάντες, αμέσως κάποτε ξεσηκώσαμε τους πληθυντικούς και τις ευγενείς προσφωνήσεις κι εύκολα εξοστρακίσαμε τη "δεσποινίδα" όταν Γάλλοι και Γερμανοί έκαναν το ίδιο στα mademoiselle και τα fräulein. Αυτά με τον κύριο και την κυρία.
Αν τώρα απευθυνόμαστε στη μητέρα μας θα την αποκαλέσουμε "μάνα" ή "μητέρα" ή "μαμά", στα ελληνικά ή ό,τι. Τον θείο θα τον προσφωνήσουμε "θείε" ή "μπάρμπα", την καλή μας "άγγελέ μου" ή "μωρή Σουλτάνα", ένα φίλο μας θα τον πούμε "ρε Μήτσο" ή "ψψψττ" ή "ρε μαλάκα" και πάει λέγοντας. Τι κοινό έχουν όλα τα παραπάνω; Ότι είναι προσφωνήσεις, ο τρόπος με τον οποίο αποκαλούμε κάποιον ή απευθυνόμαστε σ' αυτόν.
Αν θέλουμε για παράδειγμα να ζητήσουμε από το γιο μας να μας φέρει ένα ποτήρι νερό, δεν θα πετάξουμε απρόσωπα ένα "φέρε νερό" ή "μου φέρνεις ένα νεράκι;", διότι υπάρχει ο κίνδυνος να νομίσει η γυναίκα μας ότι απευθυνόμαστε σε αυτή, να θυμηθεί τα πούπουλα στα οποία ζούσε πριν μας παντρευτεί και να μας στείλει στο διάολο.
Θα πούμε "Κωστάκη, μου φέρνεις ένα νεράκι;" ή "φέρε ρε τσόγλανε ένα νερό" (και ο "τσόγλανος" προσφώνηση είναι). Έτσι θα καταλάβει ο Κωστάκης ότι απευθυνόμαστε σε αυτόν και θα μας γράψει στ' αποτέτοια του για να μη χάσει κανονάκι στο Πλεϊστέισον, ενώ και η γυναίκα μας θα συνεχίσει το σιδέρωμα και δεν θ' αναπολήσει τα πούπουλα.
Πλατείασα λίγο, η ουσία είναι ότι οι προσφωνήσεις απευθύνονται στους άλλους, άρα πάντα συντάσσονται σε δεύτερο και τρίτο πρόσωπο. Επειδή η κόρη μας μας φωνάζει "μπαμπά" δεν θα συστηνόμαστε: "χαίρετε, είμαι ο μπαμπάς Μπάμπης". Ούτε "είμαι ο τζουτζούκος Αλέξανδρος" προς χάριν της καλής μας που μας προσφωνεί έτσι.
Το ίδιο ισχύει και με το "κύριος" και το "κυρία". Αν θέλετε σώνει και καλά να προσφωνήσετε τον εαυτό σας, κάντε το σε τρίτο πρόσωπο. Π.χ. "Σας ομιλεί η αξιότιμος κυρία Τάδε" ή "Η ημετέρα εξοχότης, κυρία Τάδε, σας πήρε τηλέφωνο για να ...". Κατά τα λοιπά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι είστε μία κυρία και μισή.
"Καλησπέρα, είμαι η κυρία Τάδε και ..."
Νομίζω ότι έχω κάπως καλούτσικους τρόπους, μια καλημέρα θα σου την ανταποδώσω, αναδεύει όμως μερικές φορές μέσα μου μια μάζα απ' ότι ξινό έχω φάει στη ζωή μου, προσπαθεί να αναβλύσει και να χαλάσει την εικόνα του ευγενούτσικου κυρίου που με κόπους ενίοτε αποκαθιστώ.
Αυτή τη φορά τη ζούληξα πίσω με τρόπο και συμπεριφέρθηκα όσο πολιτισμένα οφείλει κανείς να αντιμετωπίσει έναν πολύπαθο εργαζόμενο που πουλά φως-νερο-τηλεφωνο-τσεκαπ-αδυνάτισμα διά τηλεφώνου, έστω και ενοχλώντας κατά συρροή. Στο κάτω κάτω η κυρία Τάδε δεν ήθελε παρά να μου κάνει μια ασυναγώνιστη προσφορά, θα ήμουν αγνώμων να μην αναγνωρίσω τις καλές της προθέσεις. Με το που έκλεισα το τηλέφωνο δηλώνοντας ψευδώς αλλ' ανερυθριάστως ότι είμαι στέλεχος ανταγωνιστικής εταιρείας, η ξινή μάζα μού ζήτησε το λόγο. Δε γίνεται ρε μάστορα, μου λέει, να μ' έχεις μονίμως κλεισμένη στις πεπτικές σου οδούς, αν ντρέπεσαι για μένα να μου το πεις. Από πίσω σιγοντάρισε και η μάζα των πικρών αποθέσεων. Τόσα γλυκά έχω φάει στη ζωή μου, γλυκιά μάζα δεν απέκτησα ποτέ. Πικρά και ξινά έχουν κάνει κατάληψη και μοιράζονται τα εσωτερικά μου ενδιαιτήματα.
'Ολα για όλα, δεν ντρέπομαι για τον εσωτερικό μου κόσμο. Είπα να ικανοποιήσω το δίκαιο αίτημά της για ξεμύτισμα και την άφησα να εκφραστεί ελεύθερα.
-Καλησπέρα (στις 12:05)
Πότε είναι ακριβώς η tea time των Άγγλων βρε παιδιά; Είχα την εντύπωση ότι είναι στις 6 ακριβώς, αλλά αυτοί πίνουν τσάι όλη μέρα, άλλοτε σκέτο άλλοτε στο πλαίσιο μικρογευμάτων. Μάλλον δεν φτιάχνουν το τσάι με το ρολόι, αν και θεωρούνται εξόχως ακριβολόγοι. Πράγμα που δικαιολογείται αν σκεφτείς ότι κάθε τόσο δονείται το Λονδίνο και τα περίχωρα από τις καμπάνες του Μπιγκ Μπεν. Χτυπά 12 το μεσημέρι, έρχεται η lunchtime οπότε είναι ώρα να σχολάσουν τα goodmorning και ν' αρχίσουν τα goodafternoon. Κι όταν χτυπήσει έξι τ' απόγευμα και πλησιάζει η dinnertime πιάνουν τα goodevening.
Σε αντίθεση με τους Άγγλους, εμείς και οι Γάλλοι στερούμαστε το goodafternoun, το Μπιγκ Μπεν και την tea time. Μας μένει μια καλημέρα και μια καλησπέρα για να τη βγάλουμε πριν καληνυχτίσουμε. Όμως οι Γάλλοι, καθότι ξιπασμένοι όσο οι Άγγλοι, εφηύραν εγκαίρως το σαβουάρ βιβρ για να μην τους μισοκοιτάνε οι υψικάπελοι τζέντλεμεν μέσα απ' το μονόκλ τους. Βελανίδια δεν ξέρω αν τρώγανε, πάντως οι άνθρωποι λένε bonjour μέχρι ν' αρχίσει να σουρουπώνει και πιάσουν τα bonsoir. Εμείς πάλι, ως παπαγάλοι της δύσης κρατήσαμε ό,τι φανταχτερό, ό,τι πάει ασορτί με τις εθνικές μας νευρώσεις και με το που χτυπά δώδεκα και ένα τα μεσάνυχτα ξεκινάμε τις καλημέρες, και στις δώδεκα και ένα το μεσημέρι τις καλησπέρες. Τι σκατά έχει πάθει τούτος ο λαός, σα να έδωσε ένα σάλτο από την κλασσική αρχαιότητα και να προσγειώθηκε μεμιάς στην Τάιμς Σκουέρ. Όλα τα ενδιάμεσα τσιμπολογήθηκαν επιλεκτικά, όπως το πιτσιρίκι ανακατεύει τη γαβάθα της σαλάτας για να φάει μόνο τα τοματίνια.
Αν είχα τον τρόπο να διαδώσω ότι οι αρχαίοι έκραζαν "έρρωσθε" όταν τα ρολόγια τους σημάδευαν τις έξι το απόγευμα θα ήταν πολύ διασκεδαστικό.
-Είμαι ο κύριος Τάδε
Όταν απευθύνεται κανείς σ' έναν άντρα με τον οποίο δεν έχει οικειότητα τον αποκαλεί "κύριο". Αν δε απευθύνεται σε μία γυναίκα την αποκαλεί "κυρία", αλλά με τις γυναίκες ποτέ δεν είναι απλά τα πράγματα. Κάποτε, ας πούμε, επιτρεπόταν ν' απευθυνόμαστε σε μια νεαρή κοπέλα με την προσφώνηση "δεσποινίς". Επειδή όμως ακολουθούμε πιστά τις ευρωπαϊκές τάσεις, ιδίως όταν αυτές αφορούν φιοριτούρες και γιρλάντες, αμέσως κάποτε ξεσηκώσαμε τους πληθυντικούς και τις ευγενείς προσφωνήσεις κι εύκολα εξοστρακίσαμε τη "δεσποινίδα" όταν Γάλλοι και Γερμανοί έκαναν το ίδιο στα mademoiselle και τα fräulein. Αυτά με τον κύριο και την κυρία.
Αν τώρα απευθυνόμαστε στη μητέρα μας θα την αποκαλέσουμε "μάνα" ή "μητέρα" ή "μαμά", στα ελληνικά ή ό,τι. Τον θείο θα τον προσφωνήσουμε "θείε" ή "μπάρμπα", την καλή μας "άγγελέ μου" ή "μωρή Σουλτάνα", ένα φίλο μας θα τον πούμε "ρε Μήτσο" ή "ψψψττ" ή "ρε μαλάκα" και πάει λέγοντας. Τι κοινό έχουν όλα τα παραπάνω; Ότι είναι προσφωνήσεις, ο τρόπος με τον οποίο αποκαλούμε κάποιον ή απευθυνόμαστε σ' αυτόν.
Αν θέλουμε για παράδειγμα να ζητήσουμε από το γιο μας να μας φέρει ένα ποτήρι νερό, δεν θα πετάξουμε απρόσωπα ένα "φέρε νερό" ή "μου φέρνεις ένα νεράκι;", διότι υπάρχει ο κίνδυνος να νομίσει η γυναίκα μας ότι απευθυνόμαστε σε αυτή, να θυμηθεί τα πούπουλα στα οποία ζούσε πριν μας παντρευτεί και να μας στείλει στο διάολο.
Θα πούμε "Κωστάκη, μου φέρνεις ένα νεράκι;" ή "φέρε ρε τσόγλανε ένα νερό" (και ο "τσόγλανος" προσφώνηση είναι). Έτσι θα καταλάβει ο Κωστάκης ότι απευθυνόμαστε σε αυτόν και θα μας γράψει στ' αποτέτοια του για να μη χάσει κανονάκι στο Πλεϊστέισον, ενώ και η γυναίκα μας θα συνεχίσει το σιδέρωμα και δεν θ' αναπολήσει τα πούπουλα.
Πλατείασα λίγο, η ουσία είναι ότι οι προσφωνήσεις απευθύνονται στους άλλους, άρα πάντα συντάσσονται σε δεύτερο και τρίτο πρόσωπο. Επειδή η κόρη μας μας φωνάζει "μπαμπά" δεν θα συστηνόμαστε: "χαίρετε, είμαι ο μπαμπάς Μπάμπης". Ούτε "είμαι ο τζουτζούκος Αλέξανδρος" προς χάριν της καλής μας που μας προσφωνεί έτσι.
Το ίδιο ισχύει και με το "κύριος" και το "κυρία". Αν θέλετε σώνει και καλά να προσφωνήσετε τον εαυτό σας, κάντε το σε τρίτο πρόσωπο. Π.χ. "Σας ομιλεί η αξιότιμος κυρία Τάδε" ή "Η ημετέρα εξοχότης, κυρία Τάδε, σας πήρε τηλέφωνο για να ...". Κατά τα λοιπά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι είστε μία κυρία και μισή.