Τη δωδεκάτη Ιουλίου του 1941 o Σερ Ρίτσαρντ Στάφορντ Κρίπς, βρετανός πρέσβης στη Μόσχα, και ο Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, υπουργός εξωτερικών της ΕΣΣΔ, υπέγραψαν τη "
Συμφωνία μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών". Οι όροι της συμφωνίας ήταν δύο:
1. Οι δύο κυβερνήσεις αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν αμοιβαίως κάθε είδους βοήθεια και υποστήριξη στον παρόντα πόλεμο ενάντια στη χιτλερική Γερμανία.
2. Αναλαμβάνουν περαιτέρω την υποχρέωση, κατά τη διάρκεια του παρόντος πολέμου, να μη διαπραγματευτούν και συνάψουν ανακωχή ή συνθήκη ειρήνης παρά μόνο κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.
Η παραπάνω συνθήκη είχε μάλλον άμεση επιρροή στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα, εν μέσω κατοχής. Λίγες ημέρες νωρίτερα, από 1 έως 3 Ιουλίου, είχε συγκληθεί η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ η
απόφαση της οποίας όριζε πως «
το βασικό καθήκον των Ελλήνων
κομμουνιστών είναι η οργάνωση της πάλης του ελληνικού λαού για την
υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης και την αποτίναξη του φασιστικού ζυγού.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας
καλεί τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του, σ' ένα εθνικό
μέτωπο απελευθέρωσης:
Α) Για το διώξιμο της γερμανοϊταλικής κατοχής από την Ελλάδα.
Β) Για την ανατροπή της κυβέρνησης - οργανέτου τους.
Γ) Για την καθημερινή υποστήριξη και υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης.
Δ) Για την υποστήριξη κάθε συνεπούς αντιφασιστικής δύναμης με όλα τα μέσα.
Ε)
Για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα, που θα
αποκαταστήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες του λαού, θα του εξασφαλίσει
ψωμί και δουλιά, θα συγκαλέσει συντακτική εθνοσυνέλευση και θα
υπερασπίσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας από κάθε
ξενική ιμπεριαλιστική δύναμη».
Στο πλαίσιο της απόφασης αυτής, μέλη της Κεντρικής Επιτροπής συναντήθηκαν με πολιτικές προσωπικότητες απ' όλο το πολιτικό φάσμα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο πολιτικός κόσμος συνίστατο την περίοδο εκείνη περισσότερο σε προσωπικότητες παρά σε κόμματα, καθώς η μεταξική δικτατορία είχε αναστείλει τη λειτουργία τους και είχε διώξει ακόμα και κάποιους συντηρητικούς πολιτικούς. Οι περισσότεροι δε από αυτούς εγκατέλειπαν σταδιακά τη χώρα προς ασφαλή, κατεχόμενα από άγγλους εδάφη ή ενσωματώθηκαν στις διορισμένες από τους ναζί κυβερνήσεις. Μεταξύ των λίγων αστών πολιτικών που έμειναν, εκούσια ή ακούσια, στην Αθήνα ήταν ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και ο Γεώργιος Καφαντάρης του "Κόμματος των Φιλελευθέρων", ο Γεώργιος Παπανδρέου του "Δημοκρατικού Κόμματος", ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος του "Εθνικού Ενωτικού Κόμματος" και ο Στυλιανός Γονατάς. Κανείς από αυτούς δεν αποδέχτηκε το προσκλητήριο του ΚΚΕ. Ο Γ.Καφαντάρης απάντησε πως "
το πρόβλημα θα το λύσουν οι σύμμαχοι", ο Σ.Γονατάς χαρακτήρισε την απόφαση "
καθαρή τρέλα" και "
ανταρσία", ενώ ο Γ.Παπανδρέου αρνήθηκε κατηγορηματικά την πρόταση να αναλάβει επικεφαλής της υπό ίδρυση οργάνωσης. Επιφυλακτική ωστόσο φαίνεται πως ήταν αρχικά και η στάση των πολιτικών που συνέπραξαν αργότερα στην ίδρυση του ΕΑΜ. Η επίδραση πάντως της συμφωνίας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΣΣΔ πιθανότατα συνετέλεσε στην κάμψη των αμφιβολιών πολλών από τους αποδέκτες του προσκλητηρίου, αφού στο δεύτερο κύκλο επαφών που οργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ, τέσσερις μέρες μετά την υπογραφή του συμφώνου, στις 16 Ιουλίου, ιδρύθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (
ΕΕΑΜ).
Το ιδρυτικό κείμενο του ΕΕΑΜ υπογράφηκε από εκπροσώπους των τριών τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που αποτύπωναν αντίστοιχες κομματικές επιρροές. Η πρώτη ήταν η Ενωτική ΓΣΕΕ η οποία συσπείρωνε τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ, με βασικό κορμό την ομοσπονδία καπνεργατών. Η ΕΓΣΕΕ είχε δημιουργηθεί το
1928 μετά την εκπαραθύρωση των κομμουνιστών από το 4ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, την οποία απεργάστηκαν από κοινού οι σοσιαλιστές και οι συντηρητικοί αντιπρόσωποι. Η δεύτερη ήταν τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα (ΑΕΣ) που είχαν σχηματιστεί με την
αποχώρηση των σοσιαλιστών μετά το 5ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ του
1930, εκπαραθυρωμένοι με τη σειρά τους από τους τότε κυβερνητικούς εργατοπατέρες και τις ευρύτερες συνέπειες του "ιδιωνύμου" στο συνδικαλισμό. Τρίτος εταίρος ήταν η ΓΣΕΕ. Μετά την αποχώρηση κομμουνιστών και σοσιαλιστών η ΓΣΕΕ είχε περιέλθει ολοκληρωτικά στα χέρια των φιλελεύθερων βενιζελικών και κάποιων αντιβενιζελικών συντηρητικών που ωστόσο συνεργαζόταν μαζί τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Μαζί με τους τελευταίους συντασσόταν και κάποιοι τουλάχιστον αμφιλεγόμενοι συνδικαλιστές με εθνικοσοσιαλιστικές αντιλήψεις όπως ο Γιάννης Καλομοίρης κι ο Αριστείδης Δημητράτος. Οι τρεις οργανώσεις, παρά τις συνθήκες που οδήγησαν στον κατακερματισμό του τριτοβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου είχαν προσπαθήσει να επανενωθούν στη βάση αντιφασιστικού μετώπου λίγο πριν τη μεταξική δικτατορία. Πράγμα το οποίο δεν πρόλαβαν. Το κατάφεραν τελικά πέντε χρόνια αργότερα με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, στη βάση της απόφασης της 6ης Ολομέλειας που οδήγησε στη συγκρότηση του ΕΕΑΜ. Το ιδρυτικό κείμενο υπογράφηκε από τον Κώστα Λαζαρίδη για λογαριασμό της ΕΓΣΕΕ, τον Δημήτρη Στρατή, ηγέτη των ΑΕΣ και παλαιότερα των σοσιαλιστών που ήλεγχαν (1926-1929) τη ΓΣΕΕ και το Γιάννη Καλομοίρη για λογαριασμό της ΓΣΕΕ.
Το ΕΕΑΜ συνέχισε την πίεση προς τους αστούς πολιτικούς, οι εκπρόσωποι όμως των πολιτικών παρατάξεων που συνέπραξαν με το ΚΚΕ στην ίδρυση του ΕΑΜ, στις 27 Σεπτέμβρη του 1941, ήταν ο Ηλίας Τσιριμώκος για λογαριασμό της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας, ο Χρήστος Χωμενίδης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος και ο Απόστολος Βογιατζής του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος.