Υπάρχει κάτι που με συγκινεί στους σταθμούς των υπεραστικών λεωφορείων. Περισσότερο σ' αυτόν του Κηφισσού. Δίνει, όσο προχωρά η νύχτα, μια αίσθηση εγκατάλειψης. Σαν αυτή που δίνουν τα φέρρυ της γραμμής Ρίο-Αντίρριο από τότε που φτιάχτηκε η γέφυρα. Όσο κι αν τα λεωφορεία εκσυγχρονίστηκαν και οι αναχωρήσεις καταγράφονται σε γουάιντσκριν σαρανταδύο ιντσών, οι γωνιές του σταθμού, αυτές στις οποίες καταχωνιάζει η φυσιογνωμία του, παραμένουν απαράλλαχτες από τότε που ήμουν φοιτητής, συχνός διερχόμενος για ταξίδι ή δέμα.
Η εσωτερική είσοδος προς τα εκδοτήρια. Ένα μικρομάγαζο. Το μόνο, νομίζω, που δεν πουλά εφημερίδες και ψιλικά. Απ' έξω, ψηλά, κρέμονται γυναικείες μπλούζες. Από μέσα διακρίνονται πολύχρωμα κυλοτάκια. Χωρίς αυτό ο σταθμός θα ήταν λειψός (ή έστω άλλος).
Λαθραία λήψη. Γι' αυτό και η θολούρα κάτω δεξιά.
Δυο φωτογραφίες που δεν τράβηξα:
(Τη μια δεν πρόλαβα, την άλλη δεν τόλμησα)
Τρία μέτρα δεξιότερα απ' τις γιαγιάδες. Ο αχθοφόρος φέρνει βιαστικά το καρότσι του μπροστά σ' έναν καλοστεκούμενο ηλικιωμένο. Κάτι προσπαθεί να πει αλλά γρυλίζει, κυριολεκτικά. Δεν έχω τα ματάκια μου, το λες. Δεν έχω τη φωνή μου πως να το πεις; Ο ηλικιωμένος πετά ένα καλαμπούρι. Δε χρειάζεται αχθοφόρο, φορτώνει στο λεωφορείο σε δυο λεπτά. Ο άλλος ξαναγρυλίζει. Το χέρι του νευρικά, λέει αυτό, στη μπάντα. Ο παππούς καταλαβαίνει και τραβιέται στην άκρη με τις αποσκευές του. Ο αχθοφόρος κολλά το καρότσι του σ'ένα άλλο, τραβά μια αλυσσίδα με λουκέτο, το κλειδώνει και φεύγει τρεχάτος.
Η δεύτερη.
Δυο μέτρα δεξιά από το κλειδωμένο καρότσι. Μια γερόντισσα φτάνει στα καθίσματα υποβασταζόμενη από το γιο της. Κάθεται με κόπο. Ο γιος της κοκκινοτρίχης και αδύνατος. Αυτή έχει ακόμα αρκετό μαύρο στα μαλλιά. Σε όγκο πολλαπλάσια του γιου της. Ακόμα και στο μπόι, σχεδόν, τον ξεπερνά. Αυτός σκύβει και τη ρωτά αν είναι καλά ή κάτι τέτοιο. Όπως πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό της φαίνεται πως δεν θα μπορούσαν να μοιάζουν περισσότερο.
Το μεγάλο καφέ, αριστερά μετά τα εκδοτήρια, ανακαινισμένο αλλά πάντα το ίδιο.
Οκτώ άτομα, σκόρπιοι για να γεμίζουμε το μαγαζί.
Σε πρώτο αλλά μακρυνό πλάνο η ταξιδιώτισσα που αλλάζει μορφές. Είναι όπως πάντα μελαχρινή και ταξιδεύει μόνη. Άλλοτε την έχω συνταξιδιώτισσα κι άλλοτε, συνήθως δηλαδή, παίρνει άλλο λεωφορείο. Νομίζω πως πάει στη Νιγρίτα αλλά υποθέτω πως αυτό σχετίζεται με το φως της πόλης, αυτό δηλαδή που τ' όνομά της με καθοδηγεί για να τη σκηνοθετήσω.
Πριν από είκοσι χρόνια είχαμε καθίσει δίπλα δίπλα, πάλι σε νυχτερινό λεωφορείο. Πιάσαμε την κουβέντα. Ταξίδευα με είκοσι δραχμές στην τσέπη αλλά το θυμήθηκα στην ουρά του κυλικείου του φέρρυ, πλέοντας προς Αντίρριο. Όταν τη ρώτησα τι καφέ ήθελε να της πάρω ούτε που πέρασε από το νου μου το περιεχόμενο της τσέπης μου. Πριν κάνω -ζεματισμένος- τη μεταβολή την είδα στο πλάι μου. Έπρεπε, λέει, να κεράσει αυτή οπωσδήποτε.
Τη ρώτησα, όταν φτάσαμε στον κοινό προορισμό, αν θα μπορούσα να ανταποδώσω το κέρασμα και ένευσε αρνητικά.
Πάντοτε, όσο με θυμάμαι να περιμένω σε καφενεία σταθμών λεωφορείων, θυμάμαι τα λεπτά να στεγνώνουν πάνω στα χρηστικά αντικείμενα του χώρου. Οι τέσσερις διαστάσεις που θα μπορούσες να τις πεις καταγωγή.
Η εσωτερική είσοδος προς τα εκδοτήρια. Ένα μικρομάγαζο. Το μόνο, νομίζω, που δεν πουλά εφημερίδες και ψιλικά. Απ' έξω, ψηλά, κρέμονται γυναικείες μπλούζες. Από μέσα διακρίνονται πολύχρωμα κυλοτάκια. Χωρίς αυτό ο σταθμός θα ήταν λειψός (ή έστω άλλος).
Λαθραία λήψη. Γι' αυτό και η θολούρα κάτω δεξιά.
Δυο φωτογραφίες που δεν τράβηξα:
(Τη μια δεν πρόλαβα, την άλλη δεν τόλμησα)
Τρία μέτρα δεξιότερα απ' τις γιαγιάδες. Ο αχθοφόρος φέρνει βιαστικά το καρότσι του μπροστά σ' έναν καλοστεκούμενο ηλικιωμένο. Κάτι προσπαθεί να πει αλλά γρυλίζει, κυριολεκτικά. Δεν έχω τα ματάκια μου, το λες. Δεν έχω τη φωνή μου πως να το πεις; Ο ηλικιωμένος πετά ένα καλαμπούρι. Δε χρειάζεται αχθοφόρο, φορτώνει στο λεωφορείο σε δυο λεπτά. Ο άλλος ξαναγρυλίζει. Το χέρι του νευρικά, λέει αυτό, στη μπάντα. Ο παππούς καταλαβαίνει και τραβιέται στην άκρη με τις αποσκευές του. Ο αχθοφόρος κολλά το καρότσι του σ'ένα άλλο, τραβά μια αλυσσίδα με λουκέτο, το κλειδώνει και φεύγει τρεχάτος.
Η δεύτερη.
Δυο μέτρα δεξιά από το κλειδωμένο καρότσι. Μια γερόντισσα φτάνει στα καθίσματα υποβασταζόμενη από το γιο της. Κάθεται με κόπο. Ο γιος της κοκκινοτρίχης και αδύνατος. Αυτή έχει ακόμα αρκετό μαύρο στα μαλλιά. Σε όγκο πολλαπλάσια του γιου της. Ακόμα και στο μπόι, σχεδόν, τον ξεπερνά. Αυτός σκύβει και τη ρωτά αν είναι καλά ή κάτι τέτοιο. Όπως πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό της φαίνεται πως δεν θα μπορούσαν να μοιάζουν περισσότερο.
Το μεγάλο καφέ, αριστερά μετά τα εκδοτήρια, ανακαινισμένο αλλά πάντα το ίδιο.
Οκτώ άτομα, σκόρπιοι για να γεμίζουμε το μαγαζί.
Σε πρώτο αλλά μακρυνό πλάνο η ταξιδιώτισσα που αλλάζει μορφές. Είναι όπως πάντα μελαχρινή και ταξιδεύει μόνη. Άλλοτε την έχω συνταξιδιώτισσα κι άλλοτε, συνήθως δηλαδή, παίρνει άλλο λεωφορείο. Νομίζω πως πάει στη Νιγρίτα αλλά υποθέτω πως αυτό σχετίζεται με το φως της πόλης, αυτό δηλαδή που τ' όνομά της με καθοδηγεί για να τη σκηνοθετήσω.
Πριν από είκοσι χρόνια είχαμε καθίσει δίπλα δίπλα, πάλι σε νυχτερινό λεωφορείο. Πιάσαμε την κουβέντα. Ταξίδευα με είκοσι δραχμές στην τσέπη αλλά το θυμήθηκα στην ουρά του κυλικείου του φέρρυ, πλέοντας προς Αντίρριο. Όταν τη ρώτησα τι καφέ ήθελε να της πάρω ούτε που πέρασε από το νου μου το περιεχόμενο της τσέπης μου. Πριν κάνω -ζεματισμένος- τη μεταβολή την είδα στο πλάι μου. Έπρεπε, λέει, να κεράσει αυτή οπωσδήποτε.
Τη ρώτησα, όταν φτάσαμε στον κοινό προορισμό, αν θα μπορούσα να ανταποδώσω το κέρασμα και ένευσε αρνητικά.
Πάντοτε, όσο με θυμάμαι να περιμένω σε καφενεία σταθμών λεωφορείων, θυμάμαι τα λεπτά να στεγνώνουν πάνω στα χρηστικά αντικείμενα του χώρου. Οι τέσσερις διαστάσεις που θα μπορούσες να τις πεις καταγωγή.
5 σχόλια:
Έλα ρε συ. Τι ωραίο και τι νοσταλγικό...
Ποτέ δεν περίμενα με δω με άλλο μάτι τον σταθμό του Κηφισού.
Ώρες ατελείωτες έχω περάσει σε αυτόν τον σταθμό, αλλά και στον άλλον στα Λιόσια.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε.
Καληνύχτα.
"Νυχτερινός επιβάτης" ταινία,άλλο σενάριο όμως
Μαρια μας..Ο σταθμος ειναι στη Λιοσιων..Οχι στα Λιοσια...!!
Που τετοια τυχη...!!
Εδω..οΠροαστιακος εχοτανε..Κοπηκε κι αυτος...Στα Λιοσα..ΜΟΝΟ σκουπιδια...
Μπετονιερες και σκουπιδιαρες..Και μαντρες με χερτια και σιδερα...
Παλια αυτοκινητα και σπασμενα τζαμια...!!
Ρε συ...Πυγκωθηκα...!!
Οταν εχεις ευαισθησια και.."ματι"
Το σεναριο βγαινει φυσικα...!!
Φίλε τι μνήμες ξύπνησες! Στιγμές της ζωής μου που σχεδόν της είχα ξεχάσει. Να είσαι καλά.
Καλή σου μέρα.
Δημοσίευση σχολίου